Γλαύκος Κληρίδης, 1919-2014
Ο Γλαύκος Κληρίδης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς ηγέτες στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου. Υπήρξε ο πρώτος και μακροβιότερος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (1960-76), προεδρεύων της Δημοκρατίας στη δραματικά δύσκολη περίοδο μετά την τουρκική εισβολή (Ιούλιος-Δεκέμβριος 1974), ιδρυτής και πρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού (1976-93) και πρόεδρος της Δημοκρατίας (1993-2003).
Υπήρξε ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του ορθολογισμού, του πραγματισμού και του πατριωτικού ρεαλισμού. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για την επίλυση του Κυπριακού και πίστευε στην ανάγκη εθνικής συνεννόησης και χάραξης κοινής γραμμής με την Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του επιτεύχθηκε ο κορυφαίος εθνικός στόχος της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πράξη που θωράκισε πολιτικά την Κυπριακή Δημοκρατία και δημιούργησε μια νέα προοπτική για τη χώρα. Παράλληλα, σε συνεργασία με την Ελλάδα, εργάστηκε συστηματικά για τη δραστική ενίσχυση της αμυντικής θωράκισης της Κύπρου.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Γλαύκος Κληρίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 24 Απριλίου 1919. Ήταν γιος του διαπρεπούς νομικού, πολιτικού και Δημάρχου Λευκωσίας Ιωάννη Κληρίδη, με καταγωγή τον Αγρό. Είχε μια αδελφή, την Χρυσάνθη.
Το 1936, ο νεαρός Γλαύκος, μαθητής τότε του Παγκυπρίου Γυμνασίου, έκανε την πρώτη του επανάσταση. Όπως αναφέρει ο καθηγητής Πέτρος Παπαπολυβίου, ο Γλαύκος δημοσίευσε σε εφημερίδα ένα καυστικό «ανοικτό γράμμα» υπέρ της Δημοτικής διατυπωμένο «απρεπώς» έναντι του Σχολείου και των καθηγητών του. Για το «παράπτωμά» του, ανακρίθηκε από την ολομέλεια του Καθηγητικού Συλλόγου και αποβλήθηκε για 15 μέρες. Δεν αποδέχτηκε την τιμωρία και με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του αποσύρθηκε από το Γυμνάσιο και μετακόμισε στο Λονδίνο προκειμένου να ολοκληρώσει εκεί το σχολείο. Έγινε στη συνέχεια αποδεκτός από το King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου ως φοιτητής της Νομικής. Εκεί τον βρήκε το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η συμμετοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Η πορεία προς τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμου σημαδεύτηκε από την ανεπιτυχή προσπάθεια κατευνασμού του Χίτλερ που επιχειρήθηκε από τον Βρετανό Πρωθυπουργό Nevile Chamberlain. Ο φοιτητής Γλαύκος Κληρίδης διαφώνησε με αυτή την πολιτική και βρέθηκε έξω από την πρωθυπουργική κατοικία στην Downing Street, για να αποδοκιμάσει τον Chamberlain την πολιτική του.
Σύμφωνα τις αφηγήσεις του, ευθύς αμέσως μετά την έκρηξη του πολέμου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν θα είχε νόημα να συνεχίσει να σπουδάζει Νομική και Δίκαιο εάν επικρατούσε το Ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ. Έγραψε ένα γράμμα στον πατέρα του, γνωστοποιώντας την απόφασή του να διακόψει τις σπουδές του και να καταταγεί εθελοντικά στη βρετανική Βασιλική Αεροπορία, τη ΡΑΦ.
Ύστερα από τη βασική του εκπαίδευση και αφού έλαβε τον βαθμό του Σμηνία, τοποθετήθηκε στην 115η Μοίρα Βομβαρδιστικών της ΡΑΦ με έδρα το Marham και πήρε μέρος σε πολλές αεροπορικές επιχειρήσεις εναντίων γερμανικών στόχων. Στις 26 Ιουνίου 1943 ως μέλος του πληρώματος του δικινητήριου βομβαρδιστικού Vickers Wellington Mk III, με κωδικό BJ670 KO-K, συμμετείχε στη μεγαλύτερη ως τότε επιδρομή εναντίων την ναζιστικής Γερμανίας. Πάνω από το Αμβούργο, που ήταν ο στόχος της συμμαχικής επίθεσης, τα βομβαρδιστικά της ΡΑΦ βρέθηκαν εν μέσω πυκνών αντιαεροπορικών πυρών. Μια βολή από γερμανικό πυροβόλο Flak των 88 χιλιοστών διέλυσε το πρόσθιο μέρος του αεροσκάφους, το οποίο άρχισε την πτώση. Ο Κληρίδης με δυσκολία σύρθηκε προς την έξοδο και εγκατέλειψε το φλεγόμενο αεροσκάφος, ενώ γύρω από το αλεξίπτωτο του τα πυκνά αντιαεροπορικά πυρά δημιουργούσαν ένα εφιαλτικό σκηνικό.
Για πολλές βδομάδες ο Γλαύκος Κληρίδης θεωρείτο αγνοούμενος και ένα τηλεγράφημα που έφτασε από το Λονδίνο ανακοίνωσε ότι ο νεαρός Γλαύκος είχε σκοτωθεί εν δράση πάνω από εχθρικό έδαφος. Στην Κύπρο ή συγκίνηση ήταν μεγάλη. Στις εφημερίδες γράφτηκαν άρθρα και επικήδειοι και συγκεντρώθηκαν εισφορές εις την μνήμη του υπέρ φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.
Όμως ο Γλαύκος Κληρίδης και άλλα δύο μέλη του πενταμελούς πληρώματος, είχαν επιβιώσει. Ο Κληρίδης, κτυπημένος στο πόδι, είχε βρεθεί στο έδαφος στα προάστια της Βρέμης, όπου και τον παρέλαβε γερμανικό περίπολο. Οδηγήθηκε αμέσως στο χειρουργείο και στη συνέχεια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης αιχμαλώτων, το Stalag 344 στη σημερινή Πολωνία, με αριθμό αιχμαλώτου 27163. Το μήνυμα ότι ήταν τελικά ζωντανός έφτασε στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 1943. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τρεις φορές ο Κληρίδης προσπάθησε να δραπετεύσει, αλλά και τις τρεις επανασυνελήφθη. Ανέπνευσε τελικά αέρα ελευθερίας το 1945, με τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων. Για την διακεκριμένη πολεμική υπηρεσία του τιμήθηκε με επίσημη αναφορά και το όνομα του δημοσιεύτηκε με Βασιλικό Διάταγμα στο London Gazette.
Το τέλος του πολέμου και η γνωριμία με τη Λίλα
Με το τέλος του πολέμου, ο ταλαιπωρημένος Γλαύκος Κληρίδης επέστρεψε στο Λονδίνο και ενεγράφη εκ νέου στο πανεπιστήμιο King’s College για να συνεχίσει τις σπουδές του. Εκεί γνώρισε τη Λίλα, κόρη γιατρού από την Ινδία, η οποία εργαζόταν στη Διεθνή Υπηρεσία του BBC. Την ερωτεύεται και τη ζητά σε γάμο. Με το γνωστό χιούμορ του έγραψε στον πατέρα της: «είμαι ο Γ. Κληρίδης, για σας μια άγνωστη ποσότητα, αγνώστου ποιότητας, αλλά επιθυμώ να νυμφευτώ την κόρη σας για τους εξής λόγους: Πρώτον, τα πεθερικά μου θα είναι 6000 μίλια μακριά, Δεύτερον: δεν μιλά λέξη ελληνικά, έτσι θα λέω ό,τι θέλω και δεν θα με καταλαβαίνει. Τρίτον: Την αγαπώ!».
Στο Λονδίνο γεννήθηκε και η μοναδική τους κόρη, η Καίτη, μετέπειτα βουλευτής και αντιπρόεδρος του Δημοκρατικού Συναγερμού. Μετά που έλαβε τον πανεπιστημιακό τίτλο LLB, ο Κληρίδης αναγορεύτηκε σε Barrister από το Grey’s Inn του Λονδίνου και το 1951 επέστρεψε στην Κύπρο.
Στο νησί, το αίτημα υπέρ της αυτοδιάθεσης και της Ένωσης με την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο έντονο. Για τους Έλληνες Κύπριους η αυτοδιάθεση και η Ένωση ήταν η φυσιολογική εξέλιξη μετά τη ενεργό συμμετοχή τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Βρετανίας και των Συμμάχων. Στις εξελίξεις που θα ακολουθούσαν, ο Κληρίδης θα είχε ενεργό ρόλο και συμμετοχή.
Από την ΕΟΚΑ στην ανεξαρτησία
Με την έναρξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα την 1η Απριλίου 1955, ο Γλαύκος Κληρίδης εντάσσεται στην ΕΟΚΑ με το ψευδώνυμο «Υπερείδης» και αναλαμβάνει τη νομική υπεράσπιση αγωνιστών της ΕΟΚΑ. Μια από τις πιο συγκλονιστικές υποθέσεις που χειρίστηκε ήταν αυτή της υπεράσπισης του αγωνιστή Μιχαήλ Καραολή απέναντι στον τότε δημόσιο κατήγορο και μετέπειτα ηγέτη της τουρκικής κυπριακής κοινότητας Ραούφ Ντενκτάς. Ετοίμασε επίσης τον φάκελο για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τους Άγγλους τον οποίο παρουσίασε η ελληνική κυβέρνηση στη Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τον Φεβρουάριο του 1959 συμμετείχε στη Διάσκεψη του Λονδίνου που οδήγησε στην ανεξαρτησία και αμέσως μετά ανέλαβε ως επικεφαλής της ελληνικής κυπριακής αντιπροσωπίας στη Μεικτή Επιτροπή για το Σύνταγμα στην οποία μετείχαν επίσης οι Γιώργος Πολυβίου, Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, Τάσσος Παπαδόπουλος, με νομικό σύμβουλο τον Γενικό Εισαγγελέα Κριτών Τορναρίτη.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στις πρώτες Προεδρικές Εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 13 Δεκεμβρίου 1959 στήριξε την υποψηφιότητα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ έναντι αυτής του πατέρα του Ιωάννη Κληρίδη, προτάσσοντας το αρχαιοελληνικό ρητό «πατρός τε και μητρός τε και των άλλων προγόνων απάντων τιμιότερον και αγιότερον εστίν η πατρίς». Νικητής των εκλογών ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος με ποσοστό 66.8%.
Στην πρώτη μεταβατική κυβέρνηση μεταξύ 1959-60 ο Γλαύκος Κληρίδης υπηρέτησε ως υπουργός Δικαιοσύνης.
Η περίοδος 1960-1974
Στις πρώτες Βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 31 Ιουλίου 1960 ο Κληρίδης διεκδίκησε έδρα ως επικεφαλής του «Πατριωτικού Μετώπου», του διευρυμένου σχηματισμού που στήριζε τον πρόεδρο Μακάριο. Εξελέγη βουλευτής Λευκωσίας και στη συνέχεια πρώτος πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Μετά τις διακοινοτικές ταραχές του 1963-64 ο Γλαύκος Κληρίδης ηγήθηκε της ελληνοκυπριακής αντιπροσωπείας στη Διάσκεψη του Λονδίνου, ενώ είχε παράλληλα καθοριστικό ρόλο στην έγκριση του Ψηφίσματος 186 από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών το οποίο επιβεβαίωσε την κυριαρχία Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το 1969, μαζί με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ίδρυσε και τέθηκε επικεφαλής του Ενιαίου Κόμματος που αποτέλεσε το πρώτο ουσιαστικά συγκροτημένο κόμμα της κυπριακής δεξιάς. Στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 5 Ιουλίου 1970 (δεν πραγματοποιήθηκαν Βουλευτικές εκλογές το 1965 λόγω της έκρυθμης κατάστασης) το Ενιαίο Κόμμα εξέλεξε 15 βουλευτές και Γλαύκος Κληρίδης επανεξελέγη στη θέση του προέδρου της Βουλής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 1976.
Το 1968 ο Κληρίδης είχε οριστεί ως εκπρόσωπος της ελληνικής κυπριακής πλευράς στις συνομιλίες για το Κυπριακό. Στο εσωτερικό η κατάσταση ήταν ζοφερή. Η χώρα να βρισκόταν σε μια κατάσταση εμφύλιου σπαραγμού, με την ΕΟΚΑ Β’ να εντείνει την παράνομη και εθνικά επιζήμια δράση της και την καταστροφική αντιπαράθεση Αθηνών-Λευκωσίας να λαμβάνει διαστάσεις, τη στιγμή που η Τουρκία καραδοκούσε για να υλοποιήσει τα διχοτομικά της σχέδια. Παρ’ όλα αυτά, ο Γλαύκος Κληρίδης κατέληξε την περίοδο 1972-73 σε ένα πλαίσιο συμφωνίας για ένα βελτιωμένο Σύνταγμα με τον διαπραγματευτή της τουρκικής πλευράς Ραούφ Ντενκτάς. Προνοούσε μειωμένη συμμετοχή των Τούρκων Κυπρίων στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία αλλά και στη δημόσια υπηρεσία και την αστυνομία, κατάργηση των χωριστών πλειοψηφιών και του βέτο του Αντιπροέδρου και ενοποίηση της δικαστικής εξουσίας. Σε αντάλλαγμα, η τουρκική κοινότητα θα απολάμβανε αυτονομία σε επίπεδο τοπικής κυβέρνησης. Ατυχώς η πρόταση δεν έτυχε της απαραίτητης στήριξης από τον Μακάριο, ο οποίος αμφιταλαντευόταν.
Στις 15 Ιουλίου 1974 η Χούντα των Αθηνών, που είχε εν τω μεταξύ περάσει στα χέρια του παρανοϊκού ταξίαρχου Δημήτριου Ιωαννίδη, επιχείρησε την πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου. Η Τουρκία είχε πλέον την τέλεια αφορμή για την εισβολή.
Η τουρκική εισβολή
Με την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο πρόεδρος Μακάριος διέφυγε στο εξωτερικό και ο Γλαύκος Κληρίδης τέθηκε υπό κατ’ οίκο περιορισμό και φρουρείτο από ένοπλους πραξικοπηματίες. Πέντε μέρες αργότερα εκδηλώθηκε η τουρκική εισβολή. Η απροθυμία και ανικανότητα της Χουντικής ηγεσίας να αντιμετωπίσει την τουρκική επίθεση προκάλεσε κύμα αντίδρασης και οδήγησε στη πτώση της δικτατορικής κυβέρνησης της Ελλάδας, αλλά και της πραξικοπηματικής κυβέρνησης στη Λευκωσία.
Στις 23 Ιουλίου 1974 -στην απουσία του Μακαρίου και σύμφωνα με τις πρόνοιες του Συντάγματος- ο πρόεδρος της Βουλής Γλαύκος Κληρίδης ανέλαβε καθήκοντα προεδρεύοντος της Δημοκρατίας. Οι περιστάσεις ήταν δραματικές. Ο τουρκικός στρατός προέλαυνε χωρίς καμία αντίσταση, ο κίνδυνος κατάληψης ολόκληρης της Κύπρου δεν μπορούσε να αποκλειστεί, το κράτος είχε καταρρεύσει και επικρατούσε χάος, με χιλιάδες να εκδιώκονται από τις εστίες τους δημιουργώντας συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης. «Σπάνια πολιτικός ηγέτης αντιμετώπισε τόσο κρίσιμες συνθήκες και καταστάσεις» γράφει ο Πόλυς Πολυβίου. «Ο Κληρίδης ανέλαβε σθεναρά τα ηνία της διακυβέρνησης και επέβαλε με τεράστιο κόπο αλλά αποφασιστικά την τάξη [….] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χειρίστηκε τις τεράστιες δυσκολίες με ψυχραιμία, σύνεση, υψηλό αίσθημα ευθύνης και αυταπάρνηση». «Μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί» – συνεχίζει ο Πολυβίου – «ότι χωρίς τον Κληρίδη και την αποφασιστική και μοναδική συνεισφορά του τις τραγικές εκείνες μέρες, η τύχη της Κύπρου θα ήταν πολύ χειρότερη».
Χαρακτηριστική και η αναφορά του προεδρεύοντος της Βουλής Τάσσου Παπαδόπουλου την 1η Νοεμβρίου 1974: «Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο είδος ηρωισμού πέραν από τον ηρωισμό που πολεμιστή και της μάχης. Είναι ο ηρωισμός της ευθύνης. Είναι το θάρρος της αναλήψεως της ευθύνης. Η γενναιότης. Όταν όλα είναι χάος, όταν όλα βυθίζονται εις το έρεβος και την καταστροφήν, θα αναλάβει ο άοκνος και ικανός ηγέτης επί των ώμων του τα ευθύνας και τας επικρίσεις και θα οδηγήσει το σκάφος εις τον λιμένα της ειρήνης […] Αυτόν τον ρόλο κατά τη γνώμη μας διεδραμάτισεν ο κ. Κληρίδης. Αυτήν την ύψιστη υπηρεσία προσέφερεν εις την πατρίδα του. Δια τούτο θα ομιλήσει η Ιστορία. Παρέλαβε χάος και παρέδωσε κράτος».
Με την επιστροφή του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου 1974, ο Γλαύκος Κληρίδης παρέδωσε την εξουσία και επανήλθε στα καθήκοντα του προέδρου της Βουλής και του Διαπραγματευτή.
Βασική διαπίστωση του Κληρίδη ήταν ότι η πάροδος του χρόνου θα ήταν εις βάρος της ελληνικής κυπριακής πλευράς και θα οδηγούσε στην εδραίωση των τετελεσμένων της κατοχής. Ήδη από τις 6 Νοεμβρίου 1974, μιλώντας στην γκαλερί «Αργώ», ο Γλαύκος Κληρίδης έγινε ο πρώτος πολιτικός που τόλμησε δημοσίως να αναγνωρίσει ότι η υιοθέτηση ομοσπονδιακού συστήματος ήταν πλέον αναπόφευκτη. Ο Κληρίδης, στην ιστορική αυτή του ομιλία, ανέφερε συγκεκριμένα ότι η συνταγματική διάρθρωση του κράτους ως ενιαίου, ήταν εκτός πραγματικότητας και ότι «η μόνη λύσις που δύναται σήμερον να προκύψει είναι λύσις βασισμένη επί της αρχής του ομοσπόνδου κράτους». Η ξεκάθαρη αναφορά στην ομοσπονδία, λίγες μόλις βδομάδες μετά την κατάπαυση του πυρός, ήταν πράξη πολιτικού θάρρους και ευθύνης. Ήταν αποτέλεσμα μιας ρεαλιστικής αποτίμησης της κατάστασης, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά την εισβολή και η οποία ερχόταν σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα. Έβλεπε όμως ότι μόνο μέσω μιας ομοσπονδιακής διευθέτησης θα υπήρχε η πιθανότητα απόσυρσης των κατοχικών δυνάμεων και θα μπορούσαν να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους.
Ο Μακάριος δεν συμμεριζόταν την προσέγγιση Κληρίδη και δεν ήταν αρχικά πρόθυμος να συζητήσει στη βάση της διζωνικότητας. Κατ’ ακρίβεια, είχε αποφασίσει την κήρυξη ενός μακροχρόνιου αγώνα με έμφαση στη διεθνοποίηση του Κυπριακού, αξιοποιώντας το Κίνημα των Αδέσμευτων και τον ΟΗΕ. Στο επόμενο διάστημα οι διαφωνίες Μακαρίου-Κληρίδη εντείνονταν για να οδηγήσουν τελικά, το 1976, στην παραίτηση Κληρίδη πρώτα από τη θέση του Διαπραγματευτή και στη συνέχεια από τη θέση του προέδρου της Βουλής.
Ένα χρόνο αργότερα, η ομοσπονδία έγινε τελικά αποδεκτή από τον Μακάριο ως η επιδιωκόμενη μορφή λύσης του Κυπριακού. Στηρίχθηκε έκτοτε από όλες τις κυπριακές και ελληνικές κυβερνήσεις και αποτέλεσε τη βάση για ψηφίσματα και αλλεπάλληλους γύρους διαπραγματεύσεων, χωρίς όμως ποτέ να καταστεί εφικτή η κατάληξη σε συμφωνία.
Η ίδρυση του Δημοκρατικού Συναγερμού
Στις 4 Ιουλίου 1976 ο Γλαύκος Κληρίδης προχώρησε στην ίδρυση του Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗΣΥ), μιας πολιτικής παράταξης η οποία στην πορεία θα εξελισσόταν στην πιο μεγάλη και σημαντική πολιτική δύναμη της Κύπρου και σε ένα αξιόπιστο μέλος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, της ομάδας της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.
Σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξη, ο Δημοκρατικός Συναγερμός «υποστηρίζει τη γραμμή της αναζητήσεως εντός των πλαισίων της σημερινής πραγματικότητας, όχι της επιθυμητής αλλά της δυνατής λύσης, με πολιτική δυναμικού συμβιβασμού». Υποστηρίζει ακόμη την «ειρηνική συμβίωση Ελλήνων και Τούρκων, οι οποίοι διατηρώντας τον εθνικό τους χαρακτήρα, πρέπει να έχουν κοινή θεώρηση των προβλημάτων του τόπου. Η ιστορία ούτε θα πλαστογραφηθεί, ούτε θα λησμονηθεί, θα λείψουν μόνο οι σωβινιστικές παραμορφώσεις και οι φανατισμοί». Η ιδρυτική διακήρυξη προτάσσει, ακόμη, τον ξεκάθαρο δυτικό και ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Κύπρου αλλά και την ανάγκη αμυντικής θωράκισης, ως διασφάλιση της ανεξαρτησίας του κράτους μας.
Στις Βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 5 Σεπτεμβρίου 1976 ο Δημοκρατικός Συναγερμός έλαβε το αξιοσημείωτο ποσοστό του 27.6% αλλά λόγω του πλειοψηφικού συστήματος δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή. Ένα χρόνο αργότερα πεθαίνει ο πρόεδρος Μακάριος και τον διαδέχεται άνευ ανθυποψηφίου ο πρόεδρος της Βουλής Σπύρος Κυπριανού. Ο Γλαύκος Κληρίδης είχε αποσύρει το ενδιαφέρον του προτάσσοντας την ανάγκη εθνικής ενότητας. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός απέκτησε τον πρώτο του βουλευτή το 1980, με την προσχώρηση του βουλευτή Λεόντιου Ιεροδιακόνου που είχε εκλεγεί με το ΔΗΚΟ.
Στα επόμενα χρόνια – υπό την ηγεσία του Γλαύκου Κληρίδη και με την παράταξη να ευρίσκεται στην αντιπολίτευση- ο ΔΗΣΥ κατέγραφε σταθερά ανοδική πορεία.
Στις εκλογές της 24 Μαΐου 1981 – τις πρώτες που πραγματοποιήθηκαν με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής- ο Δημοκρατικός Συναγερμός έλαβε ποσοστό 31.85% και 12 έδρες. Στις 8 Δεκεμβρίου 1985 ο Δημοκρατικός Συναγερμός κατέστη για πρώτη φορά πρώτη πολιτική δύναμη αυξάνοντας το ποσοστό του στο 33.5% και τις έδρες στις 19 (οι συνολικές έδρες αυξήθηκαν από 35 στις 56).
Το 1987, στο πλαίσιο της διεύρυνσης, προσχώρησε στον Δημοκρατικό Συναγερμό η Νέα Δημοκρατική Παράταξη (ΝΕΔΗΠΑ) του πρώην βουλευτή του ΔΗΚΟ και προέδρου της Βουλής Αλέκου Μιχαηλίδη, ενώ στις Βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 19 Μαΐου 1991, με τα ψηφοδέλτια της παράταξης κατήλθε και το Κόμμα των Φιλελευθέρων του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Ρολάνδη. Σε αυτές τις εκλογές η παράταξη έλαβε το ψηλότερο της ποσοστό σε Βουλευτικές εκλογές, φτάνοντας το 35.81% των ψήφων και λαμβάνοντας 21 έδρες. Δύο χρόνια αργότερα ο Γλαύκος Κληρίδης εξελέγη στη θέση του προέδρου της Δημοκρατίας.
Διεκδικώντας την Προεδρία
Είχαν προηγηθεί άλλες δύο απόπειρες του Γλαύκου Κληρίδη στη διεκδίκηση της προεδρίας. Το 1983 ο Κληρίδης έλαβε ποσοστό 33.93% και έχασε από τον πρώτο γύρο από τον Σπύρο Κυπριανού που επανεξελέγη με ποσοστό 56.54%, έχοντας την στήριξη του ΑΚΕΛ και του ΔΗΚΟ. Το 1988 ο Κληρίδης έχασε στον δεύτερο γύρο των εκλογών από τον υποστηριζόμενο από το ΑΚΕΛ Γιώργο Βασιλείου που έλαβε ποσοστό 51.6%, έναντι 48.4% του Κληρίδη (στον πρώτο γύρο ο Κληρίδης κατετάγη πρώτος με το 33.3% των ψήφων).
Οι καθοριστικές εκλογές για τον Γλαύκο Κληρίδη ήταν αυτές του Φεβρουαρίου του 1993. Στον πρώτο γύρο των εκλογών ο πρόεδρος Βασιλείου έλαβε ποσοστό 44.15% έναντι 36.74% του Κληρίδη. Η σύμπραξη όμως με το Δημοκρατικό Κόμμα του Σπύρου Κυπριανού στο δεύτερο γύρο ανέτρεψε τα δεδομένα και στις 14 Φεβρουαρίου 1993 ο Γλαύκος Κληρίδης εξελέγη ως ο 4ος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας με το οριακό ποσοστό του 50.31% έναντι 49.69% του Γιώργου Βασιλείου.
Ο Γλαύκος Κληρίδης επανεξελέγη για δεύτερη πενταετία το 1998. Βασικός αντίπαλος του αυτή τη φορά ήταν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου ο οποίος στηριζόταν από το ΑΚΕΛ και το ΔΗΚΟ. Στον πρώτο γύρο ο Ιακώβου έλαβε ποσοστό 40.6% και ο Κληρίδης 40.06%, ενώ στον δεύτερο γύρο ο Κληρίδης επικράτησε με ποσοστό 50.82%.
Να σημειωθεί ότι στην πρώτη διακυβέρνηση Κληρίδη, εκτός από τον Δημοκρατικό Συναγερμό, συμμετοχή είχε, μέχρι τον Νοέμβριο του 1997, και το Δημοκρατικό Κόμμα. Στη δεύτερη διακυβέρνηση Κληρίδη είχαν συμμετοχή οι Ενωμένοι Δημοκράτες του Γιώργου Βασιλείου, η ΕΔΕΚ του Βάσου Λυσσαρίδη και προσωπικότητες που προέρχονταν από τον χώρο του ΔΗΚΟ.
Η διακυβέρνηση Κληρίδη 1993-2003
Το κορυφαίο επίτευγμα της δεκαετούς διακυβέρνησης Κληρίδη ήταν η προώθηση και επιτυχής κατάληξη του αιτήματος της Κύπρου για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ με άλυτο το Κυπριακό, αρχικά θεωρείτο αδιανόητη. Τα κράτη-μέλη πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να αποδεχτούν την ένταξη ενός κράτους που βρισκόταν αντιμέτωπο με ανοικτό πρόβλημα ξένης κατοχής, μετατρέποντας έτσι το θέμα σε εσωτερικό ζήτημα της Ένωσης. Ούτε και επιθυμούσαν να αποξενώσουν την Τουρκία η οποία αποτελούσε σημαντικό σύμμαχο.
Έχοντας αυτά υπόψη, ο Γλαύκος Κληρίδης σε στενή συνεργασία με διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, χάραξε μια φιλόδοξη στρατηγική προώθησης της κυπριακής αίτησης. Στο ευνοϊκό σενάριο η ενταξιακή προοπτική θα αποτελούσε μοχλό πίεσης και δέλεαρ για την τουρκική πλευρά, προκειμένου να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με διαφοροποιημένη προσέγγιση. Επί τούτου, ωστόσο, ο πρόεδρος Κληρίδης δεν έτρεφε καμία ψευδαίσθηση. «Δεν θα έπρεπε να υπολογίζουμε σε αλλαγή της πολιτικής της Τουρκίας στο Κυπριακό και, κατά συνέπεια, η μεγαλύτερη πιθανότητα ήταν να μην οδηγούμαστε σε λύση πριν την απόφαση ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση» ήταν η εκτίμησή του. Συνεπώς, το συμπέρασμα στο οποίο είχε καταλήξει ο Κληρίδης ήταν ότι «θα έπρεπε να ενισχύσουμε την στρατηγική μας για απεξάρτηση της ένταξής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη λύση του Κυπριακού».
Σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, αυτή τη φορά η συνεννόηση και συνεργασία Αθηνών-Λευκωσίας ήταν άριστη. Σε αυτό το πλαίσιο άρχισε να προωθείται από κοινού η θέση ότι το θύμα της εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής δεν θα έπρεπε να θυματοποιηθεί ξανά με τον επ’ αόριστο αποκλεισμό του από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παράλληλα, στο εσωτερικό είχε δημιουργηθεί μια ισχυρή συναίνεση υπέρ της ένταξης. Το 1995 το ΑΚΕΛ είχε διαφοροποιήσει την κάθετα αρνητική θέση του και αποδεχόταν πλέον την προοπτική της ένταξης, ενώ οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις στήριζαν πλήρως. Με απόφαση του προέδρου Κληρίδη, ως Επικεφαλής Διαπραγματευτής στην ενταξιακή διαδικασία ορίστηκε πρώην πολιτικός του αντίπαλος, ο πρόεδρος Βασιλείου. Τα εναρμονιστικά νομοσχέδια περνούσαν ταχύτατα και σχεδόν πάντοτε με ομοφωνία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και η οικονομία αποτελούσε ισχυρό χαρτί για την Κύπρο.
Να σημειωθεί ότι κατά τι διάρκεια της διακυβέρνησης Κληρίδη η οικονομία παρέμεινε σε σταθερά ανοδική πορεία, με τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης τη δεκαετία 1993-2002 να φτάνει το 4.6% του ΑΕΠ. Στο τελευταίο έτος της διακυβέρνησης Κληρίδη η ανεργία ήταν στο 3.3% και το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ. Η διακυβέρνηση Κληρίδη προώθησε επίσης σημαντικές κοινωνικές πολιτικές όπως η Κοινωνική Σύνταξη και τα πρώτα νομοθετικά βήματα για το ΓεΣΥ. Υλοποίησε σημαντικά έργα υποδομής όπως οι μονάδες αφαλάτωσης και το νέο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και προώθησε την ανάπτυξη και διαχείριση των αεροδρομίων από ιδιώτη στρατηγικό επενδυτή. Προώθησε επίσης τη σύσταση του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου στη Λεμεσό.
Καθοριστικό ορόσημο στην ενταξιακή πορεία ήταν αυτό της Συνόδου Κορυφής του Ελσίνκι, τον Δεκέμβριο του 1999. Στη Σύνοδο, υπήρξε κατάληξη σε μια σημαντική απόφαση, που από τη μια οδηγούσε την ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην τελική ευθεία και ταυτόχρονα έθετε την τουρκική πολιτική ενώπιων σοβαρών διλημμάτων. Η απόφαση τόνιζε ότι «η επίλυση του πολιτικού προβλήματος θα διευκολύνει την προσχώρηση της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν μέχρι την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την προσχώρηση δεν έχει επιτευχθεί λύση, η απόφαση του Συμβουλίου όσον αφορά την προσχώρηση θα ληφθεί χωρίς η ανωτέρω λύση να αποτελεί προϋπόθεση. Εν προκειμένω, το Συμβούλιο θα λάβει υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία».
Για τον Γλαύκο Κληρίδη η απόφαση του Ελσίνκι σήμαινε ότι σε καμία περίπτωση η ελληνική κυπριακή πλευρά δεν θα έπρεπε να επωμιστεί το βάρος ενός αδιεξόδου στο Κυπριακό. «Η ερμηνεία που έδινα σ’ εκείνη τη φράση» εξηγεί ο Κληρίδης «ήταν ότι η συμπεριφορά μας στις συνομιλίες έπρεπε να είναι τέτοια ώστε, χωρίς η πλευρά μας να προβεί σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, να επιρριφθεί αποκλειστικά η ευθύνη για τη μη πρόοδο στον Ντενκτάς και την Άγκυρα».
Πράγματι, σε όλη αυτή την περίοδο οι χειρισμοί του προέδρου Κληρίδη στο Κυπριακό ήταν αριστοτεχνικοί, με τρόπο που αναδείκνυαν συνεχώς την καλή θέληση της ελληνικής κυπριακής πλευράς, αλλά ήταν ταυτόχρονα σταθεροί έναντι των απαράδεκτων αξιώσεων του Ντενκτάς. Το αποτέλεσμα ήταν να εκτίθεται συνεχώς η τουρκική αδιαλλαξία. Οι συντονισμένοι χειρισμοί του Γλαύκου Κληρίδη με τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Κώστα Σημίτη δεν άφηναν κανένα περιθώριο εκτροχιασμού της κυπριακής αίτησης και η θεσμική δυναμική άρχισε πλέον να λειτουργεί υπέρ της Κύπρου.
Η προσπάθεια έφτασε στην κορύφωση της στη Σύνοδο Κορυφής της Κοπεγχάγης τον Δεκέμβρη του 2002. Μετά από ένα έντονο διπλωματικό παρασκήνιο της τελευταίας στιγμής, η Σύνοδος Κορυφής έλαβε στις 13 Δεκεμβρίου 2002 την απόφαση για την ιστορική διεύρυνση της Ένωσης με δέκα νέα κράτη-μέλη, στα οποία συμπεριλαμβανόταν η Κυπριακή Δημοκρατία. Η διπλωματική μαεστρία του Γλαύκου Κληρίδη και ο στενότατος συντονισμός με την ελληνική κυβέρνηση επέτρεψαν την επίτευξη αυτού πολιτικού θριάμβου. Ένα κράτος που το 1974 είχε δεχθεί ένα ανυπολόγιστο πλήγμα και του οποίου η επιβίωση ήταν αμφίβολη, έπαιρνε τη θέση του στην Ένωση των πιο προηγμένων κρατών του κόσμου.
Δεύτερος κορυφαίος στόχος των διακυβερνήσεων Κληρίδη ήταν αυτός της ενίσχυσης της αμυντικής θωράκισης. Η ενίσχυση της κυπριακής άμυνας, με την ενεργό εμπλοκή της Ελλάδας, υπήρξε ανέκαθεν βασική πολιτική προτεραιότητα του Γλαύκου Κληρίδη. Όπως και στο θέμα της από κοινού προώθησης της αίτησης ένταξης, έτσι και στον τομέα της ενίσχυσης της κυπριακής άμυνας άρχισε να εξυφαίνεται μια στενότατη συνεργασία Αθηνών-Λευκωσίας και να χαράσσεται κοινή στρατηγική. Σύμφωνα με το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, που εξαγγέλθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1993, Ελλάδα και Κύπρος θα υιοθετούσαν κοινή αμυντική πολιτική, συντονισμό των εξοπλιστικών προγραμμάτων και των σχεδίων αμύνης, και δημιουργία υποδομών στην Κύπρο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.
Στο πλαίσιο του αμυντικού σχεδιασμού τέθηκε σε εφαρμογή ένα ιδιαίτερα φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Κατασκευάστηκε αεροπορική βάση στον χώρο του αεροδρομίου Πάφου αλλά και υποδομές ανεφοδιασμού πολεμικών πλοίων. Εξαιρετικά σημαντική ήταν και η ενίσχυση της παρουσίας του Ελληνικού Στρατού στο κυπριακό έδαφος. Για πρώτη φορά μετά την άδοξη αποχώρηση της ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο το 1967, μεταφέρθηκαν στην Κύπρο σημαντικές δυνάμεις και εξοπλισμός, που αποτελούν μέχρι σήμερα την έμπρακτη δέσμευση της Ελλάδας στην κυπριακή άμυνα
Ατυχής υπήρξε η κατάληξη του θέματος της παραγγελίας του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S300, μετά μεταβολή της στάσης της ελληνικής κυβέρνησης η οποία τάχθηκε κατά εγκατάστασης των πυραύλων στην Κύπρο. Προκειμένου να αποτρέψει την όποια διασάλευση των σχέσεων Αθηνών-Λευκωσίας, ο πρόεδρος Κληρίδης ανέλαβε πλήρως την ευθύνη. Παρ’ όλα αυτά, ο κοινός αμυντικός σχεδιασμός συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση. Στο πλαίσιο της συμφωνίας για τους S300 οι οποίοι εγκαταστάθηκαν τελικά στην Κρήτη, η Ελλάδα παρέδωσε στην Κύπρο άλλους εξοπλισμούς, που υπερκάλυπταν το κόστος των ρωσικών πυραύλων, ενώ από την πλευρά της η κυπριακή κυβέρνηση, χωρίς την παραμικρή δημοσιότητα αυτή τη φορά, προχώρησε στην απόκτηση άλλων σημαντικών εξοπλισμών.
Ο Κληρίδης παρέμεινε μέχρι τέλους δεσμευμένος στην πολιτική της ενίσχυσης της κυπριακής άμυνας. Το ισοζύγιο δυνάμεων εξακολουθούσε, βέβαια, να γέρνει υπέρ της τουρκικής πλευράς, αλλά η ψαλίδα είχε κλείσει αισθητά. Όπως εξήγησε στον διάλογό του με τον καθηγητή Νιαζί Κιζίλιουρεκ, «το Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα το έκανα για να δώσω στην Τουρκία να αντιληφθεί ότι μια νέα κρίση στο Κυπριακό πρόβλημα δεν θα ήταν ένας περίπατος… Είχε και την προοπτική να δώσει το μήνυμα: “Είτε το λύνουμε ειρηνικά ή διαφορετικά μην νομίζετε ότι το λύσατε, διότι κάνατε εισβολή και το τελειώσατε”. Αυτό ήταν μήνυμα και προς άλλους, τους Δυτικούς, ότι έχετε και εσείς ευθύνη να βοηθήσετε να λυθεί το πρόβλημα, γιατί μπορεί να σας διασπάσει την ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ».
Εξίσου ξεκάθαρη ήταν η θέση του Κληρίδη σε σχέση με επικρίσεις ότι η ενίσχυση της άμυνας και γενικότερα η πολιτική του είχε διεγείρει τα εθνικιστικά αισθήματα και είχε απομακρύνει τον κόσμο από τη λύση: «Όχι. Έπρεπε να διατηρηθεί η εντύπωση ότι η ρεαλιστική πολιτική δεν σήμαινε αποξένωση από τις εθνικές μας ρίζες και τις παραδόσεις μας» ήταν η τοποθέτηση του. Για να προσθέσει ότι «το Κυπριακό θα έπρεπε να το λύναμε όντας Έλληνες και παραμένοντας Έλληνες με την λύση, αλλά Έλληνες Κύπριοι. Όντας Τούρκοι και παραμένοντας Τούρκοι με την λύση, αλλά Τούρκοι Κύπριοι».
Η στρατηγική του Γλαύκου Κληρίδη, που με συνέπεια εφάρμοζε από την έναρξη της διακυβέρνησης του, οδήγησε πράγματι σε μια μεγάλη κινητοποίηση του διεθνούς παράγοντα με στόχο την επίλυση του Κυπριακού. Ως τότε, όλες οι προσπάθειες προσέκρουαν στην σταθερά αρνητική στάση της Τουρκίας και του Ραούφ Ντενκτάς. Η προοπτική της κυπριακής ένταξης, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία εκείνης της περιόδου, οδήγησαν για πρώτη ίσως φορά στον κλονισμό της διαχρονικής τουρκικής πολιτικής, που τονίστηκε με την περιθωριοποίηση του αδιαμφησβήτητου έως τότε, Ραούφ Ντενκτάς.
Παρά τις διαφαινόμενες εξελίξεις, η προεδρική θητεία του Κληρίδη έφτανε στο τέλος της και ο ίδιος διένυε πλέον το 84ο έτος της ηλικίας του. Η εξαγγελία υποψηφιότητας εκ μέρους του λίγες βδομάδες πριν από τις εκλογές – που διαφοροποιούσε την αρχική του απόφαση να μην διεκδικήσει επανεκλογή – και το αίτημά του για ανανέωση της λαϊκής εντολής για περίοδο 16 μηνών προκειμένου να χειριστεί την κορύφωση της προσπάθειας για την επίλυση του Κυπριακού, δεν έπεισε το εκλογικό σώμα. Από την 1η Μαρτίου 2003 τις σημαντικές εξελίξεις που θα ακολουθούσαν και οι οποίες τελικά οδήγησαν στο δημοψήφισμα του Απρίλη του 2004 επί του Σχεδίου Ανάν, θα τις διαχειριζόταν ο νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος.
Η αποχώρηση και θάνατος του Γλαύκου Κληρίδη
Με την αποχώρηση του από την προεδρία της Δημοκρατίας, ο Γλαύκος Κληρίδης αποσύρθηκε και από την ενεργό πολιτική. Το 2007 έχασε τη για 60-χρόνια σύντροφο της ζωής του Λίλα-Ειρήνη. Ο ίδιος έζησε για να δει τον Δημοκρατικό Συναγερμό να επανέρχεται στην διακυβέρνηση της χώρας, τον Μάρτη του 2013, με πρόεδρο της Δημοκρατίας τον στενό του συνεργάτη Νίκο Αναστασιάδη.
Λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Νοεμβρίου 2013, ο Γλαύκος Κληρίδης έφυγε από τη ζωή μετά από σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Ήταν 94 ετών.
Σε συνέντευξη του στο περιοδικό ICOΝ τον Νοέμβριο του 2011 είχε αναφέρει: «Δεν φοβάμαι το θάνατο. Μάλλον τον αναμένω. Όταν φτάσεις σε μια ηλικία τέτοια και όλα τα πράγματα είναι δύσκολα, προτιμάς να τελειώνει. Παίρνω την εφημερίδα και θέλω φακό για να διαβάσω τους τίτλους. Ή διαβάζω ένα βιβλίο και στις δυο σελίδες σταματώ γιατί κουράζονται τα μάτια μου. Αυτή δεν είναι ζωή για να την ζει κάποιος». Όταν εισήχθη στο νοσοκομείο, λίγο πριν πέσει σε κώμα ζήτησε να μην μπει σε αναπνευστήρα για να κρατηθεί στη ζωή χωρίς ουσιαστικά να ζει. Η επιθυμία του έγινε σεβαστή από τους γιατρούς. Ένιωθε ευτυχής για τα χρόνια που έζησε καθώς, όπως έλεγε, έφτασε πολλές φορές κοντά στο θάνατο και τον απέφευγε.
Στον Γλαύκο Κληρίδη άρεσε η καλή παρέα και συχνά διασκέδαζε με φίλους και συνεργάτες του, λέγοντας ανέκδοτα γύρω από ένα τραπέζι και απολαμβάνοντας το πούρο του και την παραδοσιακή κυπριακή ζιβανία.
Μέχρι τα 85 του συνήθιζε να κολυμπάει καθημερινώς. Η θάλασσα ήταν μια από τις αδυναμίες του. Όποτε έβρισκε χρόνο έκανε μικρές αποδράσεις στα ελληνικά νησιά με το σκάφος «Καίτη» που ήταν και η μοναδική περιουσία που απέκτησε όλα τα χρόνια της ενασχόλησης του με την πολιτική και τη δικηγορία.
Συγγραφικό έργο
Υπήρξε συγγραφέας του τετράτομου έργου «Η Κατάθεση μου», μια σημαντικότατη ιστορική καταγραφή της περιόδου 1960-1976, και του βιβλίου «Ντοκουμέντα μιας εποχής» που καλύπτει την περίοδο της διακυβέρνησης του 1993-2003.
Τιμητικές απονομές
Είχε τιμηθεί με τα Διάσημα του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος του Σωτήρος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Έχει επίσης λάβει το Χρυσό Μετάλλιο της Τάξης του Αγίου Τάφου από το Πάπα Ιωάννη τον 23ο.
Διατέλεσε πρόεδρος του Κυπριακού Ερυθρού Σταυρού του οποίου ανακηρύχθηκε ισόβιο μέλος.